Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρασινωπός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πρασινωπ
ός
η
πρασινωπ
ή
το
πρασινωπ
ό
γενική
του
πρασινωπ
ού
της
πρασινωπ
ής
του
πρασινωπ
ού
αιτιατική
τον
πρασινωπ
ό
την
πρασινωπ
ή
το
πρασινωπ
ό
κλητική
πρασινωπ
έ
πρασινωπ
ή
πρασινωπ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πρασινωπ
οί
οι
πρασινωπ
ές
τα
πρασινωπ
ά
γενική
των
πρασινωπ
ών
των
πρασινωπ
ών
των
πρασινωπ
ών
αιτιατική
τους
πρασινωπ
ούς
τις
πρασινωπ
ές
τα
πρασινωπ
ά
κλητική
πρασινωπ
οί
πρασινωπ
ές
πρασινωπ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρασινωπός
<
πράσινος
+
-ωπός
Επίθετο
επεξεργασία
πρασινωπός
που το
χρώμα
του είναι
κάπως
πράσινο
Συγγενικά
επεξεργασία
πρασινωπά
→
δείτε
τη λέξη
πράσινος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρασινωπός
αγγλικά
:
greenish
(en)
γαλλικά
:
verdâtre
(fr)
γερμανικά
:
grünlich
(de)
λατινικά
:
pallens
(la)
πολωνικά
:
zielonkawy
(pl)
φινλανδικά
:
vihertävä
(fi)