κολοκύθας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κολοκύθας < κολοκύθι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κολοκύθας αρσενικό
- ασήμαντος ή αστόχαστος άνθρωπος
- → δείτε τη λέξη κουτός, ελαφρόμυαλος, ταλαίπωρος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κολοκύθι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κολοκύθας
|