κολοκυθάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κολοκυθάκι | τα | κολοκυθάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κολοκυθάκι | τα | κολοκυθάκια |
κλητική | κολοκυθάκι | κολοκυθάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολοκυθάκι < κολοκύθι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολοκυθάκι ουδέτερο
- μικρό κολοκύθι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κολοκύθι