Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κολοκυθένιος η κολοκυθένια το κολοκυθένιο
      γενική του κολοκυθένιου της κολοκυθένιας του κολοκυθένιου
    αιτιατική τον κολοκυθένιο την κολοκυθένια το κολοκυθένιο
     κλητική κολοκυθένιε κολοκυθένια κολοκυθένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κολοκυθένιοι οι κολοκυθένιες τα κολοκυθένια
      γενική των κολοκυθένιων των κολοκυθένιων των κολοκυθένιων
    αιτιατική τους κολοκυθένιους τις κολοκυθένιες τα κολοκυθένια
     κλητική κολοκυθένιοι κολοκυθένιες κολοκυθένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολοκυθένιος < κολοκύθι + -ένιος

  Επίθετο επεξεργασία

κολοκυθένιος, -α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία