Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κολοκυθοκεφτές
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κολοκυθοκεφτ
ές
οι
κολοκυθοκεφτ
έδες
γενική
του
κολοκυθοκεφτ
έ
των
κολοκυθοκεφτ
έδων
αιτιατική
τον
κολοκυθοκεφτ
έ
τους
κολοκυθοκεφτ
έδες
κλητική
κολοκυθοκεφτ
έ
κολοκυθοκεφτ
έδες
Κατηγορία
όπως «
καφές
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κολοκυθοκεφτές
<
κολοκύθι
+
-ο-
+
κεφτές
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κολοκυθοκεφτές
αρσενικό
κεφτές
με κύριο συστατικό το
κολοκύθι
αντί για
κιμά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κολοκυθοκεφτές