Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κολοκυθόσπορος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κολοκυθόσπορ
ος
οι
κολοκυθόσπορ
οι
γενική
του
κολοκυθόσπορ
ου
των
κολοκυθόσπορ
ων
αιτιατική
τον
κολοκυθόσπορ
ο
τους
κολοκυθόσπορ
ους
κλητική
κολοκυθόσπορ
ε
κολοκυθόσπορ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κολοκυθόσπορος
<
κολοκύθι
+
σπόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κολοκυθόσπορος
αρσενικό
σπόρος
του
κολοκυθιού
τα
σπέρματα
του
κολοκυθιού
, ο
πασατέμπος
Συνώνυμα
επεξεργασία
κολοκυθόσπορο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κολοκύθι
σπόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κολοκυθόσπορος
γαλλικά
:
graines
(fr)
de
courge
(fr)