Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πασατέμπος οι πασατέμποι
      γενική του πασατέμπου των πασατέμπων
    αιτιατική τον πασατέμπο τους πασατέμπους
     κλητική πασατέμπε πασατέμποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πασατέμπος < (άμεσο δάνειο) ιταλική passatempo (κάτι για να περνώ την ώρα μου) < passare + tempo
Η λέξη πιθανόν να εισήλθε στην Ελλάδα μαζί με τους Ισπανόφωνους Εβραίους που εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη τον 16ο αιώνα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πασατέμπος αρσενικό

  1. κολοκυθόσπορος που έχει ψηθεί και τρώγεται, αφού αφαιρεθεί το εξωτερικό κέλυφος (για να περνάει η ώρα)
  2. (μεταφορικά) (χωρίς πληθυντικό) κάτι που κάνουμε ή χρησιμοποιούμε για να περνά η ώρα
    ※  Αυτά που λες εγώ τ' ακούω βερεσέ, / τα παραμύθια σου τ' ανθίστηκα πια τώρα
    και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε / ο πασατέμπος σου για να περνάς την ώρα.
    (Από το τραγούδι «Ο πασατέμπος» (1946) σε στίχους του Γιώργου Γιαννακόπουλου και μουσική του Μανώλη Χιώτη)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία