ανθίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανθίζομαι: παθητική φωνή του ρήματος ανθίζω
Ρήμα
επεξεργασίαανθίζομαι
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) καταλαβαίνω κάτι που έκρυβε κάποιος
- Αυτά που λες εγώ τ' ακούω βερεσέ, / τα παραμύθια σου τ' ανθίστηκα πια τώρα / και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε / ο πασατέμπος σου για να περνάς την ώρα. (Από το τραγούδι «Ο πασατέμπος» (1946) σε στίχους του Γιώργου Γιαννακόπουλου και μουσική του Μανώλη Χιώτη)
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανθίζομαι | ανθιζόμουν(α) | θα ανθίζομαι | να ανθίζομαι | ||
β' ενικ. | ανθίζεσαι | ανθιζόσουν(α) | θα ανθίζεσαι | να ανθίζεσαι | (ανθίζου) | |
γ' ενικ. | ανθίζεται | ανθιζόταν(ε) | θα ανθίζεται | να ανθίζεται | ||
α' πληθ. | ανθιζόμαστε | ανθιζόμαστε ανθιζόμασταν |
θα ανθιζόμαστε | να ανθιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ανθίζεστε | ανθιζόσαστε ανθιζόσασταν |
θα ανθίζεστε | να ανθίζεστε | (ανθίζεστε) | |
γ' πληθ. | ανθίζονται | ανθίζονταν ανθιζόντουσαν |
θα ανθίζονται | να ανθίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανθίστηκα | θα ανθιστώ | να ανθιστώ | ανθιστεί | ||
β' ενικ. | ανθίστηκες | θα ανθιστείς | να ανθιστείς | ανθίσου | ||
γ' ενικ. | ανθίστηκε | θα ανθιστεί | να ανθιστεί | |||
α' πληθ. | ανθιστήκαμε | θα ανθιστούμε | να ανθιστούμε | |||
β' πληθ. | ανθιστήκατε | θα ανθιστείτε | να ανθιστείτε | ανθιστείτε | ||
γ' πληθ. | ανθίστηκαν ανθιστήκαν(ε) |
θα ανθιστούν(ε) | να ανθιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανθιστεί | είχα ανθιστεί | θα έχω ανθιστεί | να έχω ανθιστεί | ανθισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ανθιστεί | είχες ανθιστεί | θα έχεις ανθιστεί | να έχεις ανθιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανθιστεί | είχε ανθιστεί | θα έχει ανθιστεί | να έχει ανθιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανθιστεί | είχαμε ανθιστεί | θα έχουμε ανθιστεί | να έχουμε ανθιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανθιστεί | είχατε ανθιστεί | θα έχετε ανθιστεί | να έχετε ανθιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανθιστεί | είχαν ανθιστεί | θα έχουν ανθιστεί | να έχουν ανθιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανθίζομαι
→ δείτε τις λέξεις υποπτεύομαι, υποψιάζομαι και καταλαβαίνω |