Ετυμολογία

επεξεργασία
χαμπαριάζω < χαμπάρι + -ιάζω

χαμπαριάζω

  1. καταλαβαίνω, κατανοώ
  2. (κατ’ επέκταση) έχω γνώση, γνωρίζω
  3. (κατ’ επέκταση) (αρνητικά) φοβάμαι
    ⮡ δεν χαμπαριάζει τίποτε αυτός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Ταυτόσημο

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία