Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

χαμπαρίζω < χαμπάρι + -ίζω

  Ρήμα Επεξεργασία

χαμπαρίζω

Κλίση Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία