Ετυμολογία

επεξεργασία
tempo < temp + -o

Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική tempotempoj
αιτιατική tempontempojn

tempo (eo)



Ουσιαστικό

επεξεργασία

tempo (pl) ουδέτερο

  1. (μουσική) ο χρόνος, το τέμπο
  2. (κατ’ επέκταση) η ταχύτητα εκτέλεσης ενός έργου, μιας διαδικασίας