τέμπο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τέμπο < (μεταγραφή) ιταλική tempo < λατινική tempus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tempos < *temp- (τεντώνω, τείνω) ή *temh₂- (κόβω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατέμπο ουδέτερο άκλιτο (και σπανίως, ελληνοποιημένη γενική σε -ου)
- (μουσική) η ταχύτητα εκτέλεσης ενός μουσικού κομματιού ή τραγουδιού
- (κατ’ επέκταση προφορικό) η ταχύτητα, ο αργός ή γρήγορος ρυθμός εκτέλεσης κάποιων ενεργειών