Ετυμολογία

επεξεργασία
tempus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tempos < *temp- (τέντωμα, χορδή) ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *temh₂- (κόβω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtem.pus/ & /ˈtɛm.pʊs/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tempus (la) ουδέτερο

  1. χρόνος
  2. εποχή
  3. χρονική περίοδος
    ※  Nullum ad nocendum tempus angustum est malis (Σενέκας, Medea, 292)
    Κανένα χρονικό διάστημα δεν θεωρείται μικρό για όσους θέλουν να κάνουν κακό.
  4. (γραμματική) χρόνος ρήματος

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική tempus temporă
γενική temporis temporum
δοτική temporī temporĭbus
αιτιατική tempus temporă
κλητική tempus temporă
αφαιρετική tempore temporĭbus
(γ' κλίση)