tempus
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- tempus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tempos < *temp- (τέντωμα, χορδή) ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *temh₂- (κόβω)
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
tempus (la) ουδέτερο
- χρόνος
- εποχή
- χρονική περίοδος
- ※ Nullum ad nocendum tempus angustum est malis (Σενέκας, Medea, 292)
- Κανένα χρονικό διάστημα δεν θεωρείται μικρό για όσους θέλουν να κάνουν κακό.
- ※ Nullum ad nocendum tempus angustum est malis (Σενέκας, Medea, 292)
- (γραμματική) χρόνος ρήματος
Κλίση
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- tempus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.