↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τέμπερα οι τέμπερες
      γενική της τέμπερας
    αιτιατική την τέμπερα τις τέμπερες
     κλητική τέμπερα τέμπερες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τέμπερα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tempera < temperare < λατινική temperare, απαρέμφατο ενστώτα του ρήματος tempo < tempus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tempos < *temp- (τέντωμα, χορδή) ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *temh₂- (κόβω)
 
Τέμπερες διαφόρων χρωμάτων.
 
Μια τέμπερα σε χαρτί.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtem.pe.ɾa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τέμπερα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία