ζωγραφικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ζωγραφικός < ζωγραφική + -ός < ελληνιστική κοινή ζωγραφική (ενν. τέχνη) < αρχαία ελληνική ζωγραφικός < ζωγράφος < ζωή + γράφω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /zɔ.γɾa.fi.ˈkɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ζωγραφικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη ζωγραφική ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) ζωγραφική
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ζωγραφικός | ζωγραφική | ζωγραφικόν | ζωγραφικοί | ζωγραφικαί | ζωγραφικά |
Γενική | ζωγραφικοῦ | ζωγραφικῆς | ζωγραφικοῦ | ζωγραφικῶν | ζωγραφικῶν | ζωγραφικῶν |
Δοτική | ζωγραφικῷ | ζωγραφικῇ | ζωγραφικῷ | ζωγραφικοῖς | ζωγραφικαῖς | ζωγραφικοῖς |
Αιτιατική | ζωγραφικόν | ζωγραφικήν | ζωγραφικόν | ζωγραφικούς | ζωγραφικάς | ζωγραφικά |
Κλητική | ζωγραφικέ | ζωγραφική | ζωγραφικόν | ζωγραφικοί | ζωγραφικαί | ζωγραφικά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ζωγραφικώ | ζωγραφικά | ||||
Γενική-Δοτική | ζωγραφικοῖν | ζωγραφικαῖν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ζωγραφικός, -ή, -όν
- που έχει ικανότητα ή εμπειρία στη ζωγραφική
- ζωγραφικός