↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωγραφικός η ζωγραφική το ζωγραφικό
      γενική του ζωγραφικού της ζωγραφικής του ζωγραφικού
    αιτιατική τον ζωγραφικό τη ζωγραφική το ζωγραφικό
     κλητική ζωγραφικέ ζωγραφική ζωγραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωγραφικοί οι ζωγραφικές τα ζωγραφικά
      γενική των ζωγραφικών των ζωγραφικών των ζωγραφικών
    αιτιατική τους ζωγραφικούς τις ζωγραφικές τα ζωγραφικά
     κλητική ζωγραφικοί ζωγραφικές ζωγραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωγραφικός < ζωγραφική + -ός < (ελληνιστική κοινήζωγραφική (ενν. τέχνη) < αρχαία ελληνική ζωγραφικός < ζωγράφος < ζωή + γράφω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zo.γɾa.fiˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

ζωγραφικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη ζωγραφική ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ζωγραφική

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ζωγραφικός ζωγραφική τὸ ζωγραφικόν
      γενική τοῦ ζωγραφικοῦ τῆς ζωγραφικῆς τοῦ ζωγραφικοῦ
      δοτική τῷ ζωγραφικ τῇ ζωγραφικ τῷ ζωγραφικ
    αιτιατική τὸν ζωγραφικόν τὴν ζωγραφικήν τὸ ζωγραφικόν
     κλητική ! ζωγραφικέ ζωγραφική ζωγραφικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ζωγραφικοί αἱ ζωγραφικαί τὰ ζωγραφικᾰ́
      γενική τῶν ζωγραφικῶν τῶν ζωγραφικῶν τῶν ζωγραφικῶν
      δοτική τοῖς ζωγραφικοῖς ταῖς ζωγραφικαῖς τοῖς ζωγραφικοῖς
    αιτιατική τοὺς ζωγραφικούς τὰς ζωγραφικᾱ́ς τὰ ζωγραφικᾰ́
     κλητική ! ζωγραφικοί ζωγραφικαί ζωγραφικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζωγραφικώ τὼ ζωγραφικᾱ́ τὼ ζωγραφικώ
      γεν-δοτ τοῖν ζωγραφικοῖν τοῖν ζωγραφικαῖν τοῖν ζωγραφικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωγραφικός < ζωγράφος + -ικός < ζωή + γράφω

  Επίθετο

επεξεργασία

ζωγραφικός, -ή, -όν

  1. που έχει ικανότητα ή εμπειρία στη ζωγραφική
  2. ζωγραφικός