ζωγραφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζωγραφικός < ζωγραφική + -ός < (ελληνιστική κοινή) ζωγραφική (ενν. τέχνη) < αρχαία ελληνική ζωγραφικός < ζωγράφος < ζωή + γράφω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zo.γɾa.fiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαζωγραφικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη ζωγραφική ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) ζωγραφική
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαζωγραφικός, -ή, -όν
- που έχει ικανότητα ή εμπειρία στη ζωγραφική
- ζωγραφικός