pictural
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pictural | picturaux |
θηλυκό | picturale | picturales |
Επίθετο επεξεργασία
pictural (fr)
- ζωγραφικός, σχετικός με τη ζωγραφική ή άλλη απεικονισματική τέχνη
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pictural | picturaux |
θηλυκό | picturale | picturales |
pictural (fr)