εικονογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εικονογραφικός < εικονογραφία + -ικός (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pictographique)
Επίθετο
επεξεργασίαεικονογραφικός
- που έχει σχέση με την εικονογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ιδεογραφικός, που χρησιμοποιεί ιδεογράμματα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις εικονογραφώ, εικόνα και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εικονογραφικός
|