Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιδεόγραμμα τα ιδεογράμματα
      γενική του ιδεογράμματος των ιδεογραμμάτων
    αιτιατική το ιδεόγραμμα τα ιδεογράμματα
     κλητική ιδεόγραμμα ιδεογράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδεόγραμμα < (λόγιο δάνειο) γαλλική idéogramme[1] < idéo- (<ιδεο- < αρχαία ελληνική ἰδέα) + -gramme (< αρχαία ελληνική γράμμα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιδεόγραμμα ουδέτερο

  1. γραπτό σύμβολο που εκφράζει μια ιδέα χωρίς να αναπαριστά τους φθόγγους από τους οποίους αποτελείται η αντίστοιχη λέξη
    στην κινεζική γραφή χρησιμοποιούνται δεκάδες χιλιάδες χαρακτήρων που συχνά αποκαλούνται ιδεογράμματα, αν και οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι σύνθετοι από φωνητικές συνιστώσες και σημασιολογικές ρίζες

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία