εικονογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εικονογραφία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική εἰκονογραφία < ελληνιστική κοινή εἰκονογραφία (αναπαράσταση, περιγραφή)[1] < αρχαία ελληνική εἰκονογράφος < εἰκών + γράφω (εικονο- + -γραφία)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ko.no.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐κο‐νο‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεικονογραφία θηλυκό
- (ζωγραφική) η τέχνη της ζωγραφικής παράστασης θρησκευτικών θεμάτων ή ιερών προσώπω
- ⮡ βυζαντινή εικονογραφία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- εικονογράφηση
- → δείτε τις λέξεις εικονογράφος, εικόνα και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εικονογραφία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εικονογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας