φωνητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωνητικός < (ελληνιστική κοινή) φωνητικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική phonétique)
Επίθετο επεξεργασία
φωνητικός
- σχετικός με τη φωνή
- οι φωνητικές χορδές
- (ουσιαστικοποιημένο) τα φωνητικά: το τμήμα ενός έργου όπου δεν εκτελείται η μουσική μόνον από άψυχα όργανα και μουσικούς, αλλά ακουγεται και ανθρώπινη φωνή
- (γλωσσολογία) σχετικός με τη φωνητική, τον κλάδο της γλωσσολογίας