Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβγοτέμπερα οι αβγοτέμπερες
      γενική της αβγοτέμπερας
    αιτιατική την αβγοτέμπερα τις αβγοτέμπερες
     κλητική αβγοτέμπερα αβγοτέμπερες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ο Ιώβ και οι κόρες του, αβγοτέμπερα του Ουίλιαμ Μπλέικ (1757-1827)

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβγοτέμπερα < αβγ(ό) + -ο- + τέμπερα (< ιταλική tempera) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.vɣoˈtem.pe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βγο‐τέ‐μπε‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβγοτέμπερα θηλυκό

  1. (ζωγραφική) χρώμα για τη ζωγραφική (τέμπερα) που έχει ως βασικό συστατικό μαζί με το νερό και το αβγό
  2. (ζωγραφική) η τεχνική ζωγραφικής με χρήση των παραπάνω χρωμάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία