Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το πασατέμπο
      γενική του πασατέμπου
    αιτιατική το πασατέμπο
     κλητική πασατέμπο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πασατέμπο < (άμεσο δάνειο) ιταλική passatempo (κάτι για να περνώ την ώρα μου) < passare + tempo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πασατέμπο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πασατέμπο αρσενικό