↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιοκούκουτσο τα λιοκούκουτσα
      γενική του λιοκούκουτσου των λιοκούκουτσων
    αιτιατική το λιοκούκουτσο τα λιοκούκουτσα
     κλητική λιοκούκουτσο λιοκούκουτσα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιοκούκουτσο < ελιά + κουκούτσι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιοκούκουτσο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία