Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιοκόκκαλο τα λιοκόκκαλα
      γενική του λιοκοκκάλου
λιοκόκκαλου
των λιοκοκκάλων
    αιτιατική το λιοκόκκαλο τα λιοκόκκαλα
     κλητική λιοκόκκαλο λιοκόκκαλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιοκόκκαλο < (ελιά) λιο- + κόκκαλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιοκόκκαλο ουδέτερο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)