Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
olive
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
2
Γαλλικά
(fr)
2.1
Ουσιαστικό
2.1.1
Συγγενικά
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
olive
<
παλαιά γαλλική
olive
<
λατινική
oliva
<
ετρουσκική
*
𐌄𐌋𐌄𐌉𐌅𐌀
(eleiva) ή
πρωτοελληνική
*
ἐλαίϝα
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
*
loiwom
Ουσιαστικό
επεξεργασία
olive
(en)
(
φυτό
,
τρόφιμο
)
ελιά
(το δέντρο και ο καρπός του)
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
olive
(fr)
θηλυκό
(
τρόφιμο
)
ελιά
(ο καρπός του
ελαιόδεντρου
)
Συγγενικά
επεξεργασία
olivaie
olivaison
olivâtre
olivétain
olivette
olivier
olivine