olive
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- olive < παλαιά γαλλική olive < λατινική oliva < ετρουσκική *𐌄𐌋𐌄𐌉𐌅𐌀 (eleiva) ή πρωτοελληνική *ἐλαίϝα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *loiwom
Ουσιαστικό επεξεργασία
olive (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
olive (fr) θηλυκό
- (τρόφιμο) ελιά (ο καρπός του ελαιόδεντρου)