άμυαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άμυαλος | η | άμυαλη | το | άμυαλο |
γενική | του | άμυαλου | της | άμυαλης | του | άμυαλου |
αιτιατική | τον | άμυαλο | την | άμυαλη | το | άμυαλο |
κλητική | άμυαλε | άμυαλη | άμυαλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άμυαλοι | οι | άμυαλες | τα | άμυαλα |
γενική | των | άμυαλων | των | άμυαλων | των | άμυαλων |
αιτιατική | τους | άμυαλους | τις | άμυαλες | τα | άμυαλα |
κλητική | άμυαλοι | άμυαλες | άμυαλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άμυαλος < μεσαιωνική ελληνική άμυαλος
Επίθετο
επεξεργασίαάμυαλος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασία- άκριτος
- αλαφρόμυαλος
- αλαφρός
- ανέμυαλος
- απερίσκεπτος
- ασυλλόγιστος
- επιπόλαιος
- κοκορόμυαλος
- κουτός
- κουφιοκεφαλάκης
- κουφιοκέφαλος
- μωρός