κουφιοκεφαλάκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουφιοκεφαλάκης < κουφιοκέφαλος + -άκης
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουφιοκεφαλάκης αρσενικό
- (οικείο) (συγκαταβατικά) άλλη μορφή του κουφιοκέφαλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουφιοκεφαλάκης
|