↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοκορόμυαλος η κοκορόμυαλη το κοκορόμυαλο
      γενική του κοκορόμυαλου της κοκορόμυαλης του κοκορόμυαλου
    αιτιατική τον κοκορόμυαλο την κοκορόμυαλη το κοκορόμυαλο
     κλητική κοκορόμυαλε κοκορόμυαλη κοκορόμυαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοκορόμυαλοι οι κοκορόμυαλες τα κοκορόμυαλα
      γενική των κοκορόμυαλων των κοκορόμυαλων των κοκορόμυαλων
    αιτιατική τους κοκορόμυαλους τις κοκορόμυαλες τα κοκορόμυαλα
     κλητική κοκορόμυαλοι κοκορόμυαλες κοκορόμυαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοκορόμυαλος < κόκορ(ας) + -ό- + μυαλό + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

κοκορόμυαλος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία