Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πετεινόμυαλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πετεινόμυαλ
ος
η
πετεινόμυαλ
η
το
πετεινόμυαλ
ο
γενική
του
πετεινόμυαλ
ου
της
πετεινόμυαλ
ης
του
πετεινόμυαλ
ου
αιτιατική
τον
πετεινόμυαλ
ο
την
πετεινόμυαλ
η
το
πετεινόμυαλ
ο
κλητική
πετεινόμυαλ
ε
πετεινόμυαλ
η
πετεινόμυαλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πετεινόμυαλ
οι
οι
πετεινόμυαλ
ες
τα
πετεινόμυαλ
α
γενική
των
πετεινόμυαλ
ων
των
πετεινόμυαλ
ων
των
πετεινόμυαλ
ων
αιτιατική
τους
πετεινόμυαλ
ους
τις
πετεινόμυαλ
ες
τα
πετεινόμυαλ
α
κλητική
πετεινόμυαλ
οι
πετεινόμυαλ
ες
πετεινόμυαλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πετεινόμυαλος
<
πετεινός
+
-ο-
+
μυαλό
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
πετεινόμυαλος, -η, -ο
(
λόγιο
,
προφορικό
) που έχει το
μυαλό
πετεινού
Συνώνυμα
επεξεργασία
ανεγκέφαλος
ανόητος
ελαφρόμυαλος
κοκορόμυαλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πετεινόμυαλος