Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανεγκέφαλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανεγκέφαλ
ος
η
ανεγκέφαλ
η
το
ανεγκέφαλ
ο
γενική
του
ανεγκέφαλ
ου
της
ανεγκέφαλ
ης
του
ανεγκέφαλ
ου
αιτιατική
τον
ανεγκέφαλ
ο
την
ανεγκέφαλ
η
το
ανεγκέφαλ
ο
κλητική
ανεγκέφαλ
ε
ανεγκέφαλ
η
ανεγκέφαλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανεγκέφαλ
οι
οι
ανεγκέφαλ
ες
τα
ανεγκέφαλ
α
γενική
των
ανεγκέφαλ
ων
των
ανεγκέφαλ
ων
των
ανεγκέφαλ
ων
αιτιατική
τους
ανεγκέφαλ
ους
τις
ανεγκέφαλ
ες
τα
ανεγκέφαλ
α
κλητική
ανεγκέφαλ
οι
ανεγκέφαλ
ες
ανεγκέφαλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανεγκέφαλος
, από το
α-
στερητικό +
εγκέφαλος
Επίθετο
επεξεργασία
ανεγκέφαλος -η -ο
που δεν έχει εγκέφαλο, ,
ανόητος
,
απερίσκεπτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανεγκέφαλος
αγγλικά
:
harebrained
(en)
γαλλικά
:
écervelé
(fr)
γερμανικά
:
närrisch
(de)