ανεγκέφαλων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαανεγκέφαλων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ανεγκέφαλος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ανεγκέφαλος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανεγκέφαλος
ανεγκέφαλων