ανέμυαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαανέμυαλος, -η, -ο
- (πρόσωπο) που δεν έχει μυαλό, δεν σκέφτεται σωστά
- (ενέργεια) που την κάνουμε χωρίς να σκεφτόμαστε σωστά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μυαλό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανέμυαλος
|