Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pit pits

pit (en)

  1. κουκούτσι
  2. λάκκος
ενεστώτας pit
γ΄ ενικό ενεστώτα pits
αόριστος pitted
παθητική μετοχή pitted
ενεργητική μετοχή pitting

pit (en)

  • γεμίζω με βαθουλώματα

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pit (ca) αρσενικό