pit
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | pit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pits |
αόριστος | pitted |
παθητική μετοχή | pitted |
ενεργητική μετοχή | pitting |
pit (en)
- γεμίζω με βαθουλώματα