αποπυρηνικοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποπυρηνικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποπυρηνικοποιώ
Μετοχή
επεξεργασίααποπυρηνικοποιημένος -η -ο
- για περιοχή από την οποία έχουν απομακρυνθεί ή στην οποία έχουν απαγορευτεί τα πυρηνικά όπλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποπυρηνικοποιημένος
|