Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπυρηνικοποιημένος η αποπυρηνικοποιημένη το αποπυρηνικοποιημένο
      γενική του αποπυρηνικοποιημένου της αποπυρηνικοποιημένης του αποπυρηνικοποιημένου
    αιτιατική τον αποπυρηνικοποιημένο την αποπυρηνικοποιημένη το αποπυρηνικοποιημένο
     κλητική αποπυρηνικοποιημένε αποπυρηνικοποιημένη αποπυρηνικοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπυρηνικοποιημένοι οι αποπυρηνικοποιημένες τα αποπυρηνικοποιημένα
      γενική των αποπυρηνικοποιημένων των αποπυρηνικοποιημένων των αποπυρηνικοποιημένων
    αιτιατική τους αποπυρηνικοποιημένους τις αποπυρηνικοποιημένες τα αποπυρηνικοποιημένα
     κλητική αποπυρηνικοποιημένοι αποπυρηνικοποιημένες αποπυρηνικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπυρηνικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποπυρηνικοποιώ

  Μετοχή επεξεργασία

αποπυρηνικοποιημένος -η -ο

  • για περιοχή από την οποία έχουν απομακρυνθεί ή στην οποία έχουν απαγορευτεί τα πυρηνικά όπλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία