αποπυρηνικοποιημένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
αποπυρηνικοποιημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αποπυρηνικοποιημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αποπυρηνικοποιημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αποπυρηνικοποιημένος