↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυρηνελαιουργείο τα πυρηνελαιουργεία
      γενική του πυρηνελαιουργείου των πυρηνελαιουργείων
    αιτιατική το πυρηνελαιουργείο τα πυρηνελαιουργεία
     κλητική πυρηνελαιουργείο πυρηνελαιουργεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρηνελαιουργείο < πυρήν(ας) + ελαιουργείο / πυρηνέλαι(ο) + -ουργείο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυρηνελαιουργείο ουδέτερο

  Ετυμολογία

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία