πυρηνελαιουργία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρηνελαιουργία < πυρηνέλαιο + -ουργία (< έργο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυρηνελαιουργία θηλυκό
- η επεξεργασία πυρηνοπολτού ή πυρηνόπιττας και η παραγωγή - διάθεση πυρηνέλαιου
- το πυρηνελαιουργείο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πυρηνελαιουργία
|