Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυρηνόξυλο τα πυρηνόξυλα
      γενική του πυρηνόξυλου των πυρηνόξυλων
    αιτιατική το πυρηνόξυλο τα πυρηνόξυλα
     κλητική πυρηνόξυλο πυρηνόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρηνόξυλο < πυρήν(ας) + -ό- + ξύλο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.ɾiˈno.ksi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐ρη‐νό‐ξυ‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρηνόξυλο ουδέτερο

  • (νεολογισμός) παραπροϊόν της επεξεργασίας της ελιάς το οποίο χρησιμοποιείται ως καύσιμο
    ※  Το καλό λάδι υπάρχει στη Λέσβο σαν το νερό. Το νησί είναι φορτωμένο με ελιές όσο φτάνει το μάτι. Δεν υπάρχει γυμνό έδαφος. Οι περισσότεροι απ’ τους κατοίκους έχουν ένα κτήμα και όλοι ασχολούνται είτε με τον ίδιο τον καρπό είτε με τα παράγωγά του: πυρήνα, πυρηνέλαιο, πυρηνόξυλο, σαπούνια, κρέμες κ.λπ. (Μαρία Κοραχάη, Το ταξίδι της σαρδέλας, Η Καθημερινή, 5 Σεπτεμβρίου 2016)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr