Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραπροϊόν τα παραπροϊόντα
      γενική του παραπροϊόντος των παραπροϊόντων
    αιτιατική το παραπροϊόν τα παραπροϊόντα
     κλητική παραπροϊόν παραπροϊόντα
Κατηγορία όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραπροϊόν < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραπροϊόν ουδέτερο

  1. κακής ποιότητας παράγωγο, κακό υποπροϊόν
  2. υποπροϊόν (επισήμως είναι συνώνυμο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία