↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποπροϊόν τα υποπροϊόντα
      γενική του υποπροϊόντος των υποπροϊόντων
    αιτιατική το υποπροϊόν τα υποπροϊόντα
     κλητική υποπροϊόν υποπροϊόντα
Κατηγορία όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποπροϊόν < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποπροϊόν ουδέτερο

  • προϊόν που παράγεται σαν παράγωγο κάποιου άλλου, λόγω της κατασκευής ενός άλλου, π.χ. ο ορός γάλακτος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία