Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυρηνέλαιο τα πυρηνέλαια
      γενική του πυρηνέλαιου
πυρηνελαίου
των πυρηνέλαιων
πυρηνελαίων
    αιτιατική το πυρηνέλαιο τα πυρηνέλαια
     κλητική πυρηνέλαιο πυρηνέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρηνέλαιο < πυρήν(ας) + -έλαιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρηνέλαιο ουδέτερο

  • λάδι που προέρχεται από τον πολτό που παραμένει μετά την πρώτη μηχανική αφαίρεση του ελαιόλαδου, δηλαδή από το συντεθλιμμένο κουκούτσι και τη συντεθλιμμένη ψίχα της ελιάς (που ονομάζεται «πυρήνας»)
    ※  Το πυρηνέλαιο είναι μια από τις 4 κατηγορίες του ελαιολάδου που μπορούν να χρησιμοποιούνται στη μαζική εστίαση μαζί με τα ‘έξτρα παρθένο’, ‘παρθένο’ και το ‘ελαιόλαδο αποτελούμενο από…’. Είναι μια ανάμιξη ραφινέ πυρηνελαίου με παρθένο ή έξτρα παρθένο ελαιόλαδο. (Δύο Έμπειροι Επαγγελματίες Σχολιάζουν Την Ελαιουργική Πραγματικότητα, 13/11/2017, grillmagazine.gr

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία