ελαιοπυρήνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελαιοπυρήνας < ελαιο- + πυρήνας [(μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική λιοκούκουτσο]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελαιοπυρήνας αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ελαιοπυρήνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελαιοπυρήνας
|