Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελαιοπυρήνας οι ελαιοπυρήνες
      γενική του ελαιοπυρήνα των ελαιοπυρήνων
    αιτιατική τον ελαιοπυρήνα τους ελαιοπυρήνες
     κλητική ελαιοπυρήνα ελαιοπυρήνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελαιοπυρήνας < ελαιο- + πυρήνας [(μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική λιοκούκουτσο]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελαιοπυρήνας αρσενικό

  1. το κουκούτσι της ελιάς
     συνώνυμα: λιοκούκουτσο
  2. το υπόλειμμα του ελαιόκαρπου μετά τη σύνθλιψη για την παραγωγή του λαδιού
     συνώνυμα: ελαιόπιτα, λιοκόκκι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία