πυρηνοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πυρηνοειδής | η | πυρηνοειδής | το | πυρηνοειδές |
γενική | του | πυρηνοειδούς* | της | πυρηνοειδούς | του | πυρηνοειδούς |
αιτιατική | τον | πυρηνοειδή | την | πυρηνοειδή | το | πυρηνοειδές |
κλητική | πυρηνοειδή(ς) | πυρηνοειδής | πυρηνοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πυρηνοειδείς | οι | πυρηνοειδείς | τα | πυρηνοειδή |
γενική | των | πυρηνοειδών | των | πυρηνοειδών | των | πυρηνοειδών |
αιτιατική | τους | πυρηνοειδείς | τις | πυρηνοειδείς | τα | πυρηνοειδή |
κλητική | πυρηνοειδείς | πυρηνοειδείς | πυρηνοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυρηνοειδής < ελληνιστική κοινή πυρηνοειδής[1] < αρχαία ελληνική πυρήν + -ειδής
Επίθετο
επεξεργασίαπυρηνοειδής
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρηνοειδής
|
- ↑ πυρηνοειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.