Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυρηνολυσία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πυρηνολυσί
α
οι
πυρηνολυσί
ες
γενική
της
πυρηνολυσί
ας
των
πυρηνολυσι
ών
αιτιατική
την
πυρηνολυσί
α
τις
πυρηνολυσί
ες
κλητική
πυρηνολυσί
α
πυρηνολυσί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυρηνολυσία
<
πυρήνας
+
-ο-
+
λύνω
+
-σία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πυρηνολυσία
θηλυκό
(
ιατρική
) η
λύση
/
διάλυση
του
πυρήνα
ενός
κυττάρου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυρηνολυσία