Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοπυρήνωση οι μονοπυρηνώσεις
      γενική της μονοπυρήνωσης των μονοπυρηνώσεων
    αιτιατική τη μονοπυρήνωση τις μονοπυρηνώσεις
     κλητική μονοπυρήνωση μονοπυρηνώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοπυρήνωση < μονο- + πυρήνας + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mononucleosis)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονοπυρήνωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία