ιογενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιογενής | η | ιογενής | το | ιογενές |
γενική | του | ιογενούς* | της | ιογενούς | του | ιογενούς |
αιτιατική | τον | ιογενή | την | ιογενή | το | ιογενές |
κλητική | ιογενή(ς) | ιογενής | ιογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιογενείς | οι | ιογενείς | τα | ιογενή |
γενική | των | ιογενών | των | ιογενών | των | ιογενών |
αιτιατική | τους | ιογενείς | τις | ιογενείς | τα | ιογενή |
κλητική | ιογενείς | ιογενείς | ιογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαιογενής, -ής, -ές
- χρόνια ιογενής ηπατίτιδα