Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιογενής η ιογενής το ιογενές
      γενική του ιογενούς* της ιογενούς του ιογενούς
    αιτιατική τον ιογενή την ιογενή το ιογενές
     κλητική ιογενή(ς) ιογενής ιογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιογενείς οι ιογενείς τα ιογενή
      γενική των ιογενών των ιογενών των ιογενών
    αιτιατική τους ιογενείς τις ιογενείς τα ιογενή
     κλητική ιογενείς ιογενείς ιογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιογενής < ιός + -γενής

  Επίθετο επεξεργασία

ιογενής, -ής, -ές

  • για κατάσταση και συνήθως νόσο (ανθρώπων, ζώων ή φυτών) που προκαλείται από ιό
χρόνια ιογενής ηπατίτιδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία