Ετυμολογία

επεξεργασία
viral < virus + -al < λατινική virus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wisos / *wīsos / *wiHsos (γλίτσα, βλέννα, δηλητήριο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈvaɪɹəl/

  Επίθετο

επεξεργασία

viral (en)

  1. (βιολογία) που έχει σχέση με ιό, αναφέρεται σ’ αυτόν ή προκαλείται από ιό
  2. (πληροφορική) που έχει σχέση με ιό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  3. (νεολογισμός) που μεταδίδεται γρήγορα από στόμα σε στόμα ή μέσω των κοινωνικών δικτύων

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

viral (en)

Συγγενικά

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vi.ʁal/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό viral virals
θηλυκό virale virales

viral (fr) αρσενικό

  1. ιογενής
  2. μιασματικός
  3. ιικός