ιικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιικός | η | ιική | το | ιικό |
γενική | του | ιικού | της | ιικής | του | ιικού |
αιτιατική | τον | ιικό | την | ιική | το | ιικό |
κλητική | ιικέ | ιική | ιικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιικοί | οι | ιικές | τα | ιικά |
γενική | των | ιικών | των | ιικών | των | ιικών |
αιτιατική | τους | ιικούς | τις | ιικές | τα | ιικά |
κλητική | ιικοί | ιικές | ιικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιικός < ιός + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική viral) [1]
Επίθετο
επεξεργασίαιικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ιός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ιικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας