υιικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υιικός | η | υιική | το | υιικό |
γενική | του | υιικού | της | υιικής | του | υιικού |
αιτιατική | τον | υιικό | την | υιική | το | υιικό |
κλητική | υιικέ | υιική | υιικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υιικοί | οι | υιικές | τα | υιικά |
γενική | των | υιικών | των | υιικών | των | υιικών |
αιτιατική | τους | υιικούς | τις | υιικές | τα | υιικά |
κλητική | υιικοί | υιικές | υιικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαυιικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
επεξεργασία υιικός
|