Δείτε επίσης: ιικός, ὑϊκός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υιικός η υιική το υιικό
      γενική του υιικού της υιικής του υιικού
    αιτιατική τον υιικό την υιική το υιικό
     κλητική υιικέ υιική υιικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υιικοί οι υιικές τα υιικά
      γενική των υιικών των υιικών των υιικών
    αιτιατική τους υιικούς τις υιικές τα υιικά
     κλητική υιικοί υιικές υιικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υιικός < υιός + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.i.kos/

  Επίθετο

επεξεργασία

υιικός, -ή, -ό

  • που ανήκει ή αναφέρεται στον υιό (γιο)
    υιική στοργή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία