Δείτε επίσης: υιικός, ιικός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ῠικο-
ονομαστική ὑϊκός ὑϊκή τὸ ὑϊκόν
      γενική τοῦ ὑϊκοῦ τῆς ὑϊκῆς τοῦ ὑϊκοῦ
      δοτική τῷ ὑϊκ τῇ ὑϊκ τῷ ὑϊκ
    αιτιατική τὸν ὑϊκόν τὴν ὑϊκήν τὸ ὑϊκόν
     κλητική ! ὑϊκέ ὑϊκή ὑϊκόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὑϊκοί αἱ ὑϊκαί τὰ ὑϊκᾰ́
      γενική τῶν ὑϊκῶν τῶν ὑϊκῶν τῶν ὑϊκῶν
      δοτική τοῖς ὑϊκοῖς ταῖς ὑϊκαῖς τοῖς ὑϊκοῖς
    αιτιατική τοὺς ὑϊκούς τὰς ὑϊκᾱ́ς τὰ ὑϊκᾰ́
     κλητική ! ὑϊκοί ὑϊκαί ὑϊκᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑϊκώ τὼ ὑϊκᾱ́ τὼ ὑϊκώ
      γεν-δοτ τοῖν ὑϊκοῖν τοῖν ὑϊκαῖν τοῖν ὑϊκοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑϊκός < ὗς + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ὑϊκός, ή, -όν

  Πηγές επεξεργασία